- χρησμοδότης
- οαυτός που δίνει χρησμούς, προφήτης, μάντης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρησμοδότης — one who gives oracles masc nom sg χρησμοδοτέω give oracles imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. χρησμοδότισσα Ν, και χρησμοδότις, ιδος, Μ δότης χρησμών, μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, πλουτο δότης] … Dictionary of Greek
χρησμοδόται — χρησμοδότης one who gives oracles masc nom/voc pl χρησμοδότᾱͅ , χρησμοδότης one who gives oracles masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδοτῶν — χρησμοδότης one who gives oracles masc gen pl χρησμοδοτέω give oracles pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδότῃ — χρησμοδότης one who gives oracles masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδότας — χρησμοδότᾱς , χρησμοδότης one who gives oracles masc acc pl χρησμοδότᾱς , χρησμοδότης one who gives oracles masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάγγελος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του… … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
χρησμαγόρης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) χρησμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ αγόρης] … Dictionary of Greek
χρησμοδοσία — η, ΝΜΑ, και χρησμοδοτία Μ [χρησμοδότης] απαγγελία χρησμών, προφητεία … Dictionary of Greek